αναβάπτισμα

αναβάπτισμα
το [αναβαπτίζω]
ο αναβαπτισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναβαπτίζω — (Α ἀναβαπτίζω) βαπτίζω εκ νέου, ξαναβαφτίζω νεοελλ. ανακαινίζω, ανακαθαίρω με νέο βάπτισμα αρχ. βυθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βαπτίζω. ΠΑΡ. αναβαπτισμός μσν. νεοελλ. αναβάπτισις ( η), αναβάπτισμα νεοελλ. αναβαπτιστής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”